- τάμεν
- τέμνωcutaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ντάμε — (I) ντάμε και τάμε, ὁ (Μ) (στη φρ.) «τάμε ὁ Θεός» Κύριος ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. γαλλ. damedeu)]. (II) ντάμε και τάμεν (Μ) (σύνδ.) όμως, εν τούτοις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. λατ. famer)] … Dictionary of Greek